- νομαδικός
- -ή, -ό (ΑΜ νομαδικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νομάδες ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών νομάδων («οἱ μὲν οὖν βίοι τοσοῡτοι σχεδὸν εἰσὶν...νομαδικός, γεωργικός, ληστρικός, ἁλιευτικός, θηρευτικός», Αριστοτ.)αρχ.1. (για έντομα ή πτηνά) αυτός που περιπλανιέται, αποδημητικός («τῶν πτηνῶν ὧν μὲν ἐστὶν ὁ βίος νομαδικὸς καὶ διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῑον ἐκτοπίζειν», Αριστοτ.)2. αυτός που κατάγεται από την Νουμιδία.επίρρ...νομαδικώς και -ά (Α νομαδικῶς)όπως οι νομάδες, κατά τον τρόπο τών νομάδων, με περιπλάνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, -άδος + κατάλ. -ικός*].
Dictionary of Greek. 2013.